Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψουνιστής — ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψωνιστής … Dictionary of Greek
ψωνιστής — και ψουνιστής, ο, Ν [ψωνίζω] 1. ο έμπειρος στα ψώνια 2. αυτός που τού αρέσει να ψωνίζει … Dictionary of Greek